μελάμπεπλος

μελάμπεπλος
μελάμπεπλος, -ον (Α)
1. (ως επίθ. τού Θανάτου και τής Νύκτας) αυτός που φορά μαύρο πέπλο, μαυροντυμένος
2. μαύρος («μελάμπεπλος στολή», Ευρ.)
3. (για φαράγγι, λάκκο, κοιλάδα) σκοτεινός, ζοφερός
4. (κατά τον Ησύχ.) «μελάμπεπλος
πενθήρης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πέπλος (πρβλ. καλλί-πεπλος, κροκό-πεπλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μελάμπεπλος — black robed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελάμπεπλον — μελάμπεπλος black robed masc/fem acc sg μελάμπεπλος black robed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελαμπέπλοις — μελάμπεπλος black robed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελαμπέπλου — μελάμπεπλος black robed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελαμπέπλους — μελάμπεπλος black robed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελαμπέπλων — μελάμπεπλος black robed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

  • μελαμφαρής — μελαμφαρής, ές (Α) αυτός που σκεπάζεται με μαύρο κάλυμμα, με μαύρο πέπλο, μελάμπεπλος* («μελαμφαρὲς σκότος», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + φαρής (< φάρος «πέπλο, κάλυμμα»), πρβλ. μεγαλο φαρής] …   Dictionary of Greek

  • μελαμπέπλωι — μελαμπέπλῳ , μελάμπεπλος black robed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”