- μελάμπεπλος
- μελάμπεπλος, -ον (Α)1. (ως επίθ. τού Θανάτου και τής Νύκτας) αυτός που φορά μαύρο πέπλο, μαυροντυμένος2. μαύρος («μελάμπεπλος στολή», Ευρ.)3. (για φαράγγι, λάκκο, κοιλάδα) σκοτεινός, ζοφερός4. (κατά τον Ησύχ.) «μελάμπεπλοςπενθήρης».[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πέπλος (πρβλ. καλλί-πεπλος, κροκό-πεπλος)].
Dictionary of Greek. 2013.